- ὑπέρλεπτος
- ὑπέρλεπτοςexceedingly thinmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρλεπτος — η, ο / ὑπέρλεπτος, ον, ΝΑ λεπτότατος νεοελλ. φρ. «υπέρλεπτη υφή» φυσ. ο διαχωρισμός τών φασματικών γραμμών σε μια σειρά από συνιστώσες τους ως αποτέλεσμα ορισμένων, πυρηνικής φύσεως, αιτίων … Dictionary of Greek
ὑπέρλεπτον — ὑπέρλεπτος exceedingly thin masc/fem acc sg ὑπέρλεπτος exceedingly thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερλέπτους — ὑπέρλεπτος exceedingly thin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρλεπτα — ὑπέρλεπτος exceedingly thin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
υφή — η / ὑφή, ΝΑ νεοελλ. 1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή») 2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου») 3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου 4. (μυκητ.) μικροσκοπικό,… … Dictionary of Greek